σκιασμός

σκιασμός
σκιασμός
shadow cast
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκιασμός — (I) ὁ, ΜΑ [σκιάζω (Ι)] το σκίασμα αρχ. 1. εμφάνιση φαντάσματος 2. κηλίδα, στίγμα που εμφανίζεται μπροστά στα μάτια. (II) και σκιαγμός, ο, Ν [σκιάζω (II)] σκιάσμα, σκιάξιμο («που οχ το σκιασμό όλος ο λαός τ αμμάτια ντως κινούνε», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • σκιασμοῖς — σκιασμός shadow cast masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιασμοῦ — σκιασμός shadow cast masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιασμούς — σκιασμός shadow cast masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιασμόν — σκιασμός shadow cast masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιαγμός — ο, Ν βλ. σκιασμός (II) …   Dictionary of Greek

  • σκίασμα — σκίασμα, το και σκιασμός, ο σκίαση, φωτοσκίαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”